ἀτράκτων

ἀτράκτων
ἄτρακτος
spindle
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • έδρανο — το (AM ἕδρανον) κάθισμα με πολλές θέσεις νεοελλ. 1. τα έδρανα στοιχεία τών μηχανών για τη στήριξη τών ατράκτων ή τών αξόνων τους 2. φρ. «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» το έδρανο τών πλοίων αμέσως μετά τη στροφαλοφόρο άτρακτο αρχ. μσν. στήριγμα.… …   Dictionary of Greek

  • καρδάνειος — α, ο τεχνολ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καρντάνο 2. φρ. α) «καρδάνεια ανάρτηση» ή, απλώς, «καρντάν» διάταξη ανάρτησης η οποία επιτρέπει σε ένα σώμα να παρουσιάζει κλίση ή να διατηρεί την αρχική του θέση ανεξάρτητα από τη θέση ή τις… …   Dictionary of Greek

  • μυοτατικός — ή, ό φρ. «μυοτατικό αντανακλαστικό» φυσιολ. μονοσυναπτικό νωτιαίο αντανακλαστικό μυϊκής προελεύσεως που προκαλείται από την διέγερση νευρομυϊκών ατράκτων οι οποίες ενεργοποιούνται από αισθητικές νευρικές ίνες που εισδύουν στον νωτιαίο μυελό.… …   Dictionary of Greek

  • σταυρωτός — ή, ό / σταυρωτός, ή, όν ΝΜ [σταυρῶ, ώνω] τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» σταυρεπίστεγος ναός) νεοελλ. 1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος τού άλλου και να …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • στροφόπτερο — το, Ν (αερον.) κατηγορία αεροσκαφών τών οποίων η άντωση επιτυγχάνεται ολικώς ή μερικώς με την περιστροφή μιας ή περισσότερων πτερυγιοφόρων ατράκτων με περίπου κατακόρυφους άξονες, κατηγορία στην οποία ανήκει και το ελικόπτερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”